- συμφοιτητής
- ο , συμφοιτήτρια η товарищ по учёбе, университету, институту
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
συμφοιτητής — schoolfellow masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συμφοιτητής — ο, ΝΑ, θηλ. συμφοιτήτρια Ν [συμφοιτῶ] νεοελλ. φοιτητής μαζί με άλλον, αυτός που φοιτά ή έχει φοιτήσει στην ίδια ανώτερη ή ανώτατη σχολή με κάποιον άλλον αρχ. 1. συμμαθητής 2. (ειδικά) συμπροσκυνητής* στον ναό τού Ασκληπιού … Dictionary of Greek
συμφοιτητής — ο θηλ. συμφοιτήτρια αυτός που φοιτά μαζί με άλλον σε ανώτατη σχολή: Κάλεσε στο σπίτι του τους συμφοιτητές του … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
συμφοιτηταῖς — συμφοιτητής schoolfellow masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συμφοιτηταί — συμφοιτητής schoolfellow masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συμφοιτητοῦ — συμφοιτητής schoolfellow masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συμφοιτητῇ — συμφοιτητής schoolfellow masc dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συμφοιτητήν — συμφοιτητής schoolfellow masc acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συμφοιτητῶν — συμφοιτητής schoolfellow masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συμφοιτητάς — συμφοιτητά̱ς , συμφοιτητής schoolfellow masc acc pl συμφοιτητά̱ς , συμφοιτητής schoolfellow masc nom sg (epic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συσπουδαστής — ο, ΝΜ, και θηλ. συσπουδάστρια Ν [συσπουδάζω] νεοελλ. αυτός που σπουδάζει μαζί με άλλους, συμμαθητής ή συμφοιτητής μσν. αυτός που προθυμοποιείται μαζί με άλλον για την εκτέλεση ενός έργου … Dictionary of Greek